χελιδόνι

χελιδόνι
Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δαφνούλας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.).
* * *
το / χελιδόνιν, ΝΜ [χελιδών, -όνος]
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τών πασίγνωστων κομψότατων εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας χιρουντινίδες, με 75 ευρέως διαδεδομένα είδη, από τα οποία τα 5, που φωλιάζουν στην Ευρώπη, μεταναστεύουν στις τροπικές περιοχές κατά τις αρχές τού φθινοπώρου και επιστρέφουν στις αρχές Μαρτίου ή Απριλίου, προαναγγέλλοντας με τον ερχομό τους την άνοιξη
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία τού γένους φυτών χελιδόνιο
2. παροιμ.
«ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη» — δεν μπορεί μόνος του κανείς να φέρει σημαντικές αλλαγές προς το καλύτερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελιδόνι — το μικρό πουλί της οικογένειας Xελιδονίδες: Τα χελιδόνια μάς ήρθαν νωρίς εφέτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χελιδονί — Χελιδονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονί — χελῑδονί , χελιδονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνι — χελῑδόνι , χελιδών swallow fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χελιδόν' — Χελιδονί , Χελιδονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… …   Dictionary of Greek

  • Chelidoni — may also refer to a settlement near Andritsaina, part of the municipal district of Dafnoula Chelidoni Χελιδόνι Location …   Wikipedia

  • χελιδόνα — η, Ν θηλυκό χελιδόνι με νεοσσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. περιστέρι: περιστέρα)] …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… …   Dictionary of Greek

  • Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”